- επιμελής
- -ές (AM ἐπιμελής, -ές) [επιμελούμαι]αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ.γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.)αρχ.1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς («ἀλλὰ οἱ τοῡτ’ ἧν ἐπιμελές», Ηρόδ.)2. αρμόδιος, πρόσφορος, κατάλληλος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμελέςη προσοχή, η περιέργεια, ο σκοπός.
Dictionary of Greek. 2013.